- αλκαπτονουρία
- η Ιατρ.μάλλον σπάνια κληρονομική ανικανότητα τού οργανισμού (1 περίπτωση σε 200.000 γεννήσεις) να μεταβολίζει τα αμινοξέα τυροσίνη και φαινυλαλανίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < alkaptonuria ή alcaptonuria, νεολατιν. επιστημον. όρος < alkapton ή alcapton (πρβλ. αλκαπτόνη) + -uria < -ουρία].
Dictionary of Greek. 2013.